- κατασχέσει
- κατάσχεσιςholding backfem nom/voc/acc dual (attic epic)κατασχέσεϊ , κατάσχεσιςholding backfem dat sg (epic)κατάσχεσιςholding backfem dat sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δημοπρατώ — δημοπράτησα, δημοπρατήθηκα, δημοπρατημένος, πουλώ κάτι σε δημόσια πλειοδοτική πώληση, βγάζω κάτι στο σφυρί: Το δημόσιο συνήθως δημοπρατεί τα κτίρια που έχει κατασχέσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)